- ελπιδοφόρος
- α, ο [ος , ον ] обнадёживающий
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ελπιδοφόρος — α, ο (Α ἐλπιδοφόρος, ον) αυτός που φέρνει ελπίδα … Dictionary of Greek
ελπιδοφόρος — α, ο που εμπνέει ελπίδες ή ο γεμάτος ελπίδες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Elpidoforos Potouridis — (griechisch Ελπιδοφόρος Ποτουρίδης, * 24. November 1975 in Athen) ist ein griechischer Bahn und Straßenradrennfahrer. Elpidoforos Potouridis wurde 1998 griechischer Meister im Straßenrennen. In den Jahren 2004 und 2006 wurde er nationaler… … Deutsch Wikipedia
Elpidofóros Potourídis — Elpidofóros Potourídis … Wikipédia en Français
-φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… … Dictionary of Greek
Σίβα — I Ινδική θεότητα, που προέρχεται από τη βεδική θεότητα των ανέμων Ρούντρα, που λέγεται και Γκιρίσα («Κύριος του Βουνού»), Πασουπάτι, Ούγκρα, Μαχαντέβα («Μέγας θεός») Προστάτης των γιόγκι (γιόγκα), είναι θεότητα τρομακτικού γενικά χαρακτήρα που… … Dictionary of Greek
γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… … Dictionary of Greek
ελπιδερός — ή, ό 1. αυτός ή αυτό που ελπίζει κανείς να συμβεί 2. ελπιδοφόρος … Dictionary of Greek
φέρελπις — έλπιδος, ο, Ν (λόγιος τ.) αυτός που εμπνέει ελπίδα, ελπιδοφόρος («φέρελπις νέος»). [ΕΤΥΜΟΛ. < φέρω (για τη μορφή τού α συνθετικού βλ. λ. φέρω) + ελπίς. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στην εφημερίδα Άστυ] … Dictionary of Greek
ՅՈՒՍԱԿԻՐ — ( ) NBH 2 0376 Chronological Sequence: Unknown date ա. ἑλπιδοφόρος spem praeseferens. Կրօղ կամ բերօղ յինքեան զյոյս. յուսաբեր. յոյս եւ ապաւէն. *Լուսակիրն, յուսակիրն, Աստուածածինն Մարիամ. Պրպմ. ՟Լ՟Զ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ελπιδερός — ή, ό 1. αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να ελπίζει, να απαντέχει. 2. που δίνει ελπίδες, ελπιδοφόρος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)